- εμμάχομαι
- ἐμμάχομαι (Α)μάχομαι μέσα σε μια περιοχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμμαχέσασθαι — ἐμμάχομαι fight a battle in aor inf mid (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμάχεσθαι — ἐμμάχομαι fight a battle in pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνμαχέσασθαι — ἐμμάχομαι fight a battle in aor inf mid (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek